Η μυωπία καθορίζεται κυρίως από γενετικούς παράγοντες (κληρονομικότητα) και σε μικρότερο βαθμό από παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής. Συνήθως ανεβαίνει μέχρι την ολοκλήρωση της ανάπτυξης του ατόμου ή και λίγο μετά από αυτήν.
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που η μυωπία μπορεί να συνεχίσει να ανεβαίνει και σε αρκετά μεγαλύτερες ηλικίες. Αν στην καθημερινότητά του ένα άτομο περνάει πολλές ώρες σε δραστηριότητες που απαιτούν κοντινή όραση (π.χ. διάβασμα, υπολογιστής, κινητό) τότε μπορεί να επέλθει μια μικρή αύξηση της μυωπίας.
Για αυτό το λόγο, συνιστάται σε αυτά τα άτομα να κάνουν συχνά διαλείμματα π.χ. κάθε μισή ώρα και να εστιάζουν έστω για 1-2 λεπτά σε κάποιον μακρινό στόχο.
Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει αύξηση της μυωπίας σε μεγαλύτερες ηλικίες είναι η εμφάνιση καταρράκτη, η οποία εκτός από τη θόλωση της όρασης λόγω θολεροτήτων του κρυσταλλοειδή φακού του ματιού, μπορεί να μεταβάλλει και τη διαθλαστική δύναμη του οφθαλμού και να ανεβάσει τη μυωπία του.
Ως πρεσβυωπία ορίζεται η δυσκολία του κρυσταλλοειδή φακού του ματιού να μεταβάλλει το σχήμα του όπως κάνει σε νεότερες ηλικίες, ώστε να μπορεί εστιάσει σε κοντινούς στόχους.
Από μια ηλικία και έπειτα, κάπου κοντά στα 40-45 έτη, ο εσωτερικός φακός του ματιού δυσκολεύεται να «ζουμάρει» για να δει το άτομο καθαρά κοντά. Αυτό συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους.
Ωστόσο, δεν χρειάζονται όλα τα άτομα την ίδια διόρθωση για κοντά σε κάθε ηλικία. Αυτό που διαφέρει από άτομο σε άτομο και καθορίζει το ποιος θα χρειαστεί κοντινά γυαλιά, πότε θα τα χρειαστεί και σε τι βαθμό θα χρειαστεί, σχετίζεται με το βαθμό που έχουν τα μάτια για μακριά και την ηλικία του ατόμου.
Με απλά λόγια, ένα άτομο που έχει υπερμετρωπία θα χρειαστεί νωρίτερα γυαλιά για κοντά και με μεγαλύτερο βαθμό από ένα άτομο που δεν έχει υπερμετρωπία . Αντιθέτως, ένα άτομο που έχει μυωπία μπορεί να εστιάσει κοντά από μια ηλικία και μετά, βγάζοντας τα μυωπικά γυαλιά του.
Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχει πρεσβυωπία, απλά η μυωπία του τον βοηθά να δει κοντά. Είναι κάπως σαν να εξισορροπεί την πρεσβυωπία του. Πριν δώσει δηλαδή ο οφθαλμίατρος τη συνταγή για τα κοντινά γυαλιά, χρειάζεται να μετρήσει ακριβώς τι βαθμοί υπάρχουν για μακριά (ακόμα κι αν το άτομο δε φοράει γυαλιά για μακριά μπορεί να έχει κάποιον ελάχιστο βαθμό και να μην το γνωρίζει). Επιπλέον, χρειάζεται να ξέρει και την ηλικία του ατόμου, όπως και το αν έχει υποβληθεί σε κάποια οφθαλμολογική επέμβαση, όπως η επέμβαση καταρράκτη.
Η επέμβαση του καταρράκτη γίνεται πλέον με σύγχρονες μεθόδους και διαρκεί περίπου 10 - 15 λεπτά για κάθε μάτι. Μπορούν την ίδια μέρα να χειρουργηθούν και οι 2 οφθαλμοί.
Η αναισθησία γίνεται με σταγόνες και ο ασθενής δε νιώθει κάποιο πόνο. Ωστόσο, μπορεί να αισθανθεί κάποια πίεση. Επιπλέον, ο ασθενής έχει τις αισθήσεις του και μπορεί ακόμα και να συνομιλήσει με το γιατρό.
Στην επέμβαση του καταρράκτη χορηγούνται κάποια φάρμακα μέσα στο μάτι, όπως αντιβιοτικά, τα οποία τις επόμενες μέρες απορροφούνται. Η όραση καθαρίζει περίπου σε μια εβδομάδα, όμως και πριν την εβδομάδα, ήδη από την επόμενη μέρα του χειρουργείου ο ασθενής είναι λειτουργικός.
Η επέμβαση γίνεται με τη σύγχρονη μέθοδο της φακοθρυψίας. Από μικροσκοπικές τρυπούλες στα πλάγια του οφθαλμού αφαιρείται ο θολωμένος καταρρακτικός φακός αφού θρυμματιστεί, και αντικαθίσταται με ειδικό ενδοφακό για τις ανάγκες του κάθε οφθαλμού, ο οποίος εισέρχεται διπλωμένος μες στον οφθαλμό με ένα μικροσκοπικό εργαλείο και στη συνέχεια ξεδιπλώνεται.
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ενδοφακών που χρησιμοποιούνται και γίνονται προεγχειρητικές μετρήσεις με πολλά εξελιγμένα μηχανήματα για να καθοριστεί τι ενδοφακός θα χρησιμοποιηθεί.
Η τεχνολογία των ενδοφακών έχει προχωρήσει τόσο όσον αφορά το υλικό του φακού (σημαντικό για την ελαχιστοποίηση των πιθανών μακροχρόνιων προβλημάτων), όσο και στα οπτικά, ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε την καλύτερη οπτική οξύτητα.
Οι διαφορές στην ποιότητα των ενδοφακών είναι τεράστιες μεταξύ των απλών γενόσημων φακών και των προηγμένων (premium IOLs). Συνδυαστικά, με την επέμβαση του καταρράκτη μπορεί να διορθωθεί η μυωπία, η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός, με στόχο να μην χρειάζονται πλέον ο ασθενής γυαλιά.
Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα ένθεσης πολυεστιακού ενδοφακού, ώστε να απαλλαγεί ο ασθενής και από τα κοντινά γυαλιά του. Αυτό γίνεται μετά από συζήτηση με το χειρουργό και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του κάθε ατόμου.
- Να είστε πάνω από 18 χρόνων.
- Οι βαθμοί σας να είναι σταθεροί τουλάχιστον για 1 χρόνο.
- Το πάχος του κερατοειδή σας να πληροί τα κριτήρια ώστε να αφαιρεθούν οι βαθμοί σας (αυτό μετράται στον προεγχειρητικό έλεγχο).
- Να μην υπάρχει κάποια άλλη πάθηση του οφθαλμού (σε κερατοειδή, αμφιβληστροειδή, γλαύκωμα, παλαιός τραυματισμός).
- Αν είστε γυναίκα να μην είστε έγκυος και να μην θηλάζετε.
Επίσης, απαραίτητος είναι και ο προεγχειρητικός έλεγχος γιατί κάθε οφθαλμός είναι διαφορετικός και κάθε περίπτωση εξατομικεύεται.
Ο οφθαλμίατρός σας θα συνεκτιμήσει όλα τα δεδομένα και μέσα από τη συζήτησή σας θα σας προτείνει ποια μέθοδος ενδείκνυται για εσάς.
Εάν φοράτε φακούς επαφής, θα πρέπει να τους έχετε αφαιρέσει και να μην τους φοράτε τουλάχιστον 10 ημέρες πριν τον έλεγχο αν είναι μαλακοί και τουλάχιστον 1 μήνα πριν αν είναι σκληροί, προκειμένου τα αποτελέσματα των εξετάσεων να είναι αξιόπιστα.
Η χρονική διάρκεια του laser στα μάτια είναι μικρή, περίπου 10 λεπτά για κάθε οφθαλμό, και έχει κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την τεχνική (LASIK, transPRK).
Και στις 2 τεχνικές το laser εστιάζει στον κερατοειδή, δηλαδή τον εξωτερικό φακό του οφθαλμού και όχι σε βαθύτερες δομές.
Στον ασθενή χορηγείται τοπική αναισθησία με σταγόνες για να μην πονάει, μπορεί ωστόσο να αισθανθεί μια πίεση στην τεχνική του LASIK. Μετά την επέμβαση LASIK, η όραση καθαρίζει μέσα σε λίγες ώρες και δεν υπάρχει πόνος.
Με την τεχνική transPRK η όραση καθαρίζει μέσα σε 2 εβδομάδες και υπάρχει μια μικρή ενόχληση τις πρώτες μέρες.
Το ποια τεχνική θα χρησιμοποιηθεί εκτιμάται κατά τη διάρκεια του προεγχειρητικού ελέγχου και εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του οφθαλμού και τους βαθμούς που θα αφαιρεθούν.